χάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χάρος οι χάροι
      γενική του χάρου των χάρων
    αιτιατική τον χάρο τους χάρους
     κλητική χάρε χάροι
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Χάρων με μεταπλασμό κατά τα -ος[1]. Δείτε και χάροντας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάρος

Ουσιαστικό

χάρος αρσενικό

  • η προσωποποίηση του θανάτου,  και δείτε τη λέξη Χάρος
      Προσπαθούσαμε να τα πλησιάσουμε, αλλά μας φοβούνταν, σαν να ήμασταν οι χάροι τους. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • κι όποιον πάρει ο χάρος: απόφαση να προχωρήσουμε σε μια ενέργεια πιθανόν επικίνδυνη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.