χάρων
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χάρων < χάρμη (η άγρια χαρά)
Ουσιαστικό
χάρων-ωνος αρσενικό ή θηλυκό
- με μάτια λαμπερά, αστραφτερά, με άγρια ματιά
Κύριο όνομα
Χάρων-ωνος αρσενικό
Συγγενικά
- Χαρώνειος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.