χάροντας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χάροντας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Χάρων από την αιτιατική χάροντα. Δείτε και χάρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάροντας

Ουσιαστικό

χάροντας αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.