χαροποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαροποιός | η | χαροποιός & χαροποιά |
το | χαροποιό |
| γενική | του | χαροποιού | της | χαροποιού & χαροποιάς |
του | χαροποιού |
| αιτιατική | τον | χαροποιό | τη | χαροποιό & χαροποιά |
το | χαροποιό |
| κλητική | χαροποιέ | χαροποιέ & χαροποιά |
χαροποιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαροποιοί | οι | χαροποιοί & χαροποιές |
τα | χαροποιά |
| γενική | των | χαροποιών | των | χαροποιών | των | χαροποιών |
| αιτιατική | τους | χαροποιούς | τις | χαροποιούς & χαροποιές |
τα | χαροποιά |
| κλητική | χαροποιοί | χαροποιοί & χαροποιές |
χαροποιά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαροποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαροποιός < χαροποιέω < χαρ(ά) + -ο- + -ποιός
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρο‐ποι‐ός
Μεταφράσεις
χαροποιός
|
Πηγές
- χαροποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- χαροποιός < χαροποιέω < αρχαία ελληνική χαρ(ά) + -ο- + -ποιός
Πηγές
- χαροποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.