φύλαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φύλαρχος οι φύλαρχοι
      γενική του φύλαρχου
& φυλάρχου
των φύλαρχων
& φυλάρχων
    αιτιατική τον φύλαρχο τους φύλαρχους
& φυλάρχους
     κλητική φύλαρχε φύλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύλαρχος < αρχαία ελληνική φύλαρχος < φυλή + ἄρχω (1,2: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tribal chief)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfi.laɾ.xos/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

φύλαρχος αρσενικό

  1. ο αρχηγός μιας φυλής
  2. (μεταφορικά) ο αρχηγός μιάς μεγάλης ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά
  3. (ιστορία) στην αρχαία Αθήνα φύλαρχοι ονομάζονταν οι δέκα επικεφαλής του ιππικού και εκλέγονταν από κάθε μία από τις ισάριθμες φυλές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.