φυλαρχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυλαρχί αἱ φυλαρχίαι
      γενική τῆς φυλαρχίᾱς τῶν φυλαρχιῶν
      δοτική τῇ φυλαρχί ταῖς φυλαρχίαις
    αιτιατική τὴν φυλαρχίᾱν τὰς φυλαρχίᾱς
     κλητική ! φυλαρχί φυλαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλαρχί
γεν-δοτ τοῖν  φυλαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλαρχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φυλαρχία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.