φυλαρχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φυλαρχίᾱ | αἱ | φυλαρχίαι |
| γενική | τῆς | φυλαρχίᾱς | τῶν | φυλαρχιῶν |
| δοτική | τῇ | φυλαρχίᾳ | ταῖς | φυλαρχίαις |
| αιτιατική | τὴν | φυλαρχίᾱν | τὰς | φυλαρχίᾱς |
| κλητική ὦ! | φυλαρχίᾱ | φυλαρχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλαρχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φυλαρχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυλαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φυλαρχία θηλυκό
- (ιστορία) το αξίωμα του φυλάρχου, του επικεφαλής των δυνάμεων του ιππικού μιας φυλής στην αρχαία Αθήνα
Πηγές
- φυλαρχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλαρχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.