φίλαρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φίλαρχος | η | φίλαρχη | το | φίλαρχο |
| γενική | του | φίλαρχου | της | φίλαρχης | του | φίλαρχου |
| αιτιατική | τον | φίλαρχο | τη | φίλαρχη | το | φίλαρχο |
| κλητική | φίλαρχε | φίλαρχη | φίλαρχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φίλαρχοι | οι | φίλαρχες | τα | φίλαρχα |
| γενική | των | φίλαρχων | των | φίλαρχων | των | φίλαρχων |
| αιτιατική | τους | φίλαρχους | τις | φίλαρχες | τα | φίλαρχα |
| κλητική | φίλαρχοι | φίλαρχες | φίλαρχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φίλαρχος < αρχαία ελληνική φίλαρχος < φίλος + ἀρχή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.laɾ.xos/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Επίθετο
φίλαρχος, -η, -ο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φίλαρχος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.