ἵππαρχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἵππαρχος οἱ ἵππαρχοι
      γενική τοῦ ἱππάρχου τῶν ἱππάρχων
      δοτική τῷ ἱππάρχ τοῖς ἱππάρχοις
    αιτιατική τὸν ἵππαρχον τοὺς ἱππάρχους
     κλητική ! ἵππαρχε ἵππαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱππάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ἱππάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἵππαρχος < (ἵππος) ἵππ- + -αρχος (ἄρχω)

Ουσιαστικό

ἵππαρχος αρσενικό

  1. αυτός που εξουσιάζει τα άλογα (τους ίππους)
  2. (ελληνική μυθολογία)  δείτε τη λέξη Ἵππαρχος προσωνυμία του θεού Ποσειδώνα
  3. (στρατιωτικός βαθμός) ο διοικητής του ιππικού
     δείτε και τις λέξεις ἱππάρχης και φύλαρχος, λατινικά: magister equitum, praefectus equitum

Συγγενικά

  • ἱππαρχεῖον
  • ἱππαρχέω
  • ἱππάρχης
  • ἱππαρχία
  • ἱππαρχικός

 και δείτε τις λέξεις ἵππος και ἄρχω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.