καθοδοφωταύγεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθοδοφωταύγεια | οι | καθοδοφωταύγειες |
| γενική | της | καθοδοφωταύγειας | των | καθοδοφωταυγειών |
| αιτιατική | την | καθοδοφωταύγεια | τις | καθοδοφωταύγειες |
| κλητική | καθοδοφωταύγεια | καθοδοφωταύγειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθοδοφωταύγεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καθοδοφωταύγεια θηλυκό
Μεταφράσεις
καθοδοφωταύγεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.