χημιφωταύγεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χημιφωταύγεια | οι | χημιφωταύγειες |
| γενική | της | χημιφωταύγειας | των | χημιφωταυγειών |
| αιτιατική | τη | χημιφωταύγεια | τις | χημιφωταύγειες |
| κλητική | χημιφωταύγεια | χημιφωταύγειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.