τριβοφωταύγεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τριβοφωταύγεια | οι | τριβοφωταύγειες |
| γενική | της | τριβοφωταύγειας | των | τριβοφωταυγειών |
| αιτιατική | την | τριβοφωταύγεια | τις | τριβοφωταύγειες |
| κλητική | τριβοφωταύγεια | τριβοφωταύγειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριβοφωταύγεια < τριβο- + φωταύγεια
Μεταφράσεις
τριβοφωταύγεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.