φρεσκοπλυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρεσκοπλυμένος | η | φρεσκοπλυμένη | το | φρεσκοπλυμένο |
| γενική | του | φρεσκοπλυμένου | της | φρεσκοπλυμένης | του | φρεσκοπλυμένου |
| αιτιατική | τον | φρεσκοπλυμένο | τη | φρεσκοπλυμένη | το | φρεσκοπλυμένο |
| κλητική | φρεσκοπλυμένε | φρεσκοπλυμένη | φρεσκοπλυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρεσκοπλυμένοι | οι | φρεσκοπλυμένες | τα | φρεσκοπλυμένα |
| γενική | των | φρεσκοπλυμένων | των | φρεσκοπλυμένων | των | φρεσκοπλυμένων |
| αιτιατική | τους | φρεσκοπλυμένους | τις | φρεσκοπλυμένες | τα | φρεσκοπλυμένα |
| κλητική | φρεσκοπλυμένοι | φρεσκοπλυμένες | φρεσκοπλυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾe.sko.pliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐σκο‐πλυ‐μέ‐νος
Μετοχή
Μεταφράσεις
φρεσκοπλυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.