νιόπλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιόπλυτος η νιόπλυτη το νιόπλυτο
      γενική του νιόπλυτου της νιόπλυτης του νιόπλυτου
    αιτιατική τον νιόπλυτο τη νιόπλυτη το νιόπλυτο
     κλητική νιόπλυτε νιόπλυτη νιόπλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιόπλυτοι οι νιόπλυτες τα νιόπλυτα
      γενική των νιόπλυτων των νιόπλυτων των νιόπλυτων
    αιτιατική τους νιόπλυτους τις νιόπλυτες τα νιόπλυτα
     κλητική νιόπλυτοι νιόπλυτες νιόπλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νιόπλυτος < νιό- + -πλυτος Δείτε και το αρχαίο νεόπλυτος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɲo.pli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νιόπλυτος

Επίθετο

νιόπλυτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.