φούμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούμος οι φούμοι
      γενική του φούμου των φούμων
    αιτιατική τον φούμο τους φούμους
     κλητική φούμε φούμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φούμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φούμος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fumo < λατινική fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós ‎(καπνός)

Ουσιαστικό

φούμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) καπνιά
  2. (λαϊκότροπο) μαύρη μπογιά για τα μπουριά της σόμπας
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) μαύρισμα υποψηφίου στις εκλογές, δηλαδή ο κόσμος δεν τον ψήφισε, και κατά συνέπεια δεν εξελέγη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.