μπογιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπογιά | οι | μπογιές |
| γενική | της | μπογιάς | των | μπογιών |
| αιτιατική | την | μπογιά | τις | μπογιές |
| κλητική | μπογιά | μπογιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπογιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική boya < οθωμανική τουρκική بویا (boya) < παλαιά τουρκική bodug < πρωτοτουρκική
Προφορά
- ΔΦΑ : /boˈʝa/
Ουσιαστικό
μπογιά θηλυκό
Εκφράσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.