εκλογές
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκλογές < πληθυντικός της λέξης εκλογή
Ουσιαστικό
εκλογές θηλυκό πληθυντικός
- η διαδικασία που περιλαμβάνει καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της νέας βουλής, ευρωβουλής, διοικητικών οργάνων σε νομικά πρόσωπα κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.