φουμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φουμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική fumare + [1] (< λατινική fumare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος fumo < fumus < πρωτοϊταλική *fūmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰuh₂mós: ‎καπνός)

Ρήμα

φουμάρω

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.