μαύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαύρισμα τα μαυρίσματα
      γενική του μαυρίσματος των μαυρισμάτων
    αιτιατική το μαύρισμα τα μαυρίσματα
     κλητική μαύρισμα μαυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαύρισμα < μαυρίζω

Ουσιαστικό

μαύρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαυρίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.