μπουρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρί τα μπουριά
      γενική του μπουριού των μπουριών
    αιτιατική το μπουρί τα μπουριά
     κλητική μπουρί μπουριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουρί < (άμεσο δάνειο) τουρκική boru (σωλήνας) < παλαιά τουρκική burğu ‎< bur

Ουσιαστικό

μπουρί ουδέτερο

  • μεταλλικός σωλήνας που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά, προς τα έξω, του καπνού από σόμπα ή παρεμφερείς συσκευές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.