τουφωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουφωτός η τουφωτή το τουφωτό
      γενική του τουφωτού της τουφωτής του τουφωτού
    αιτιατική τον τουφωτό την τουφωτή το τουφωτό
     κλητική τουφωτέ τουφωτή τουφωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουφωτοί οι τουφωτές τα τουφωτά
      γενική των τουφωτών των τουφωτών των τουφωτών
    αιτιατική τους τουφωτούς τις τουφωτές τα τουφωτά
     κλητική τουφωτοί τουφωτές τουφωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τουφωτός < τούφα + -ωτός

Επίθετο

τουφωτός

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: τουφωτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.