πυκνόφυλλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνόφυλλος η πυκνόφυλλη το πυκνόφυλλο
      γενική του πυκνόφυλλου της πυκνόφυλλης του πυκνόφυλλου
    αιτιατική τον πυκνόφυλλο την πυκνόφυλλη το πυκνόφυλλο
     κλητική πυκνόφυλλε πυκνόφυλλη πυκνόφυλλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνόφυλλοι οι πυκνόφυλλες τα πυκνόφυλλα
      γενική των πυκνόφυλλων των πυκνόφυλλων των πυκνόφυλλων
    αιτιατική τους πυκνόφυλλους τις πυκνόφυλλες τα πυκνόφυλλα
     κλητική πυκνόφυλλοι πυκνόφυλλες πυκνόφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυκνόφυλλος < πυκνό- + -φυλλος

Επίθετο

πυκνόφυλλος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.