portable
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- portable < port + -able
Επίθετο
portable (en)
- φορητός
- (λογισμικό) η εφαρμογή, το πρόγραμμα που για να λειτουργήσει δεν απαιτεί την διαδικασία της εγκατάστασης (installation) σε υπολογιστή, που μπορεί να λειτουργεί και από φορητή μνήμη (USB drive)
- (λογισμικό) λογισμικό που μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικό υλικό και λειτουργικό σύστημα, που είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας
- (υλικό υπολογιστή) εν συντομία το portable computer
Συγγενικά
Υπώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- Portable Document Format (PDF)
- portable computer
Γαλλικά (fr)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη porter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.