portable

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

portable < port + -able

Επίθετο

portable (en)

  1. φορητός
  2. (λογισμικό) η εφαρμογή, το πρόγραμμα που για να λειτουργήσει δεν απαιτεί την διαδικασία της εγκατάστασης (installation) σε υπολογιστή, που μπορεί να λειτουργεί και από φορητή μνήμη (USB drive)
  3. (λογισμικό) λογισμικό που μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικό υλικό και λειτουργικό σύστημα, που είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας
     συνώνυμα: cross-platform, multi-platform, platform-independent
  4. (υλικό υπολογιστή) εν συντομία το portable computer

Συγγενικά

Υπώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • Portable Document Format (PDF)
  • portable computer

  • portable στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
portable portables

portable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φορητός
     συνώνυμα: portatif, transportable
  2. φορετός

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
portable portables

portable (fr) αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη porter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.