ανεκτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκτός η ανεκτή το ανεκτό
      γενική του ανεκτού της ανεκτής του ανεκτού
    αιτιατική τον ανεκτό την ανεκτή το ανεκτό
     κλητική ανεκτέ ανεκτή ανεκτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκτοί οι ανεκτές τα ανεκτά
      γενική των ανεκτών των ανεκτών των ανεκτών
    αιτιατική τους ανεκτούς τις ανεκτές τα ανεκτά
     κλητική ανεκτοί ανεκτές ανεκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεκτός < αρχαία ελληνική ἀνεκτός < ἀνέχομαι

Επίθετο

ανεκτός -ή -ό

χάλασε ο καιρός, αλλά το κρύο είναι ακόμα ανεκτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.