φορέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φορέω < φορά < φέρω ( ή άμεσα από το φέρω, από ρίζα φορ-, ετεροιωμένη βαθμίδα του φέρ-)

Ρήμα

φορέω - φορῶ, μεσοπαθητικό: φορέομαι, -οῦμαι

  1. θαμιστικός τύπος του φέρω, μεταφέρω συχνά
  2. φορώ όπλα, ρούχα
  3. έχω ενα ψυχικό ή σωματικό χαρακτηριστικό
  4. υπομένω, υποφέρω
  5. παρασύρω και παρασύρομαι (από θάλασσα, θύελλα)
  6. παίρνω
  7. ορμάω
  8. αποσύρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.