φορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
φορέω - φορῶ, μεσοπαθητικό: φορέομαι, -οῦμαι
- θαμιστικός τύπος του φέρω, μεταφέρω συχνά
- φορώ όπλα, ρούχα
- έχω ενα ψυχικό ή σωματικό χαρακτηριστικό
- υπομένω, υποφέρω
- παρασύρω και παρασύρομαι (από θάλασσα, θύελλα)
- παίρνω
- ορμάω
- αποσύρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.