φλεβαριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεβαριάτικα < φλεβαριάτικ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /fle.vaɾˈʝa.ti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλε‐βα‐ριά‐τι‐κα
Μεταφράσεις
φλεβαριάτικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φλεβαριάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φλεβαριάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.