φιλολογίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλολογίνα οι φιλολογίνες
      γενική της φιλολογίνας των φιλολογίνων
    αιτιατική τη φιλολογίνα τις φιλολογίνες
     κλητική φιλολογίνα φιλολογίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλολογίνα (νεολογισμός) < φιλόλογ(ος) + -ίνα

Ουσιαστικό

φιλολογίνα θηλυκό

  • (προφορικό, οικείο, μειωτικό, σκωπτικό) η φιλόλογος
      Συναδέλφισσα, λέει μια μέρα μια ζωηρή φιλολογίνα, η Νίνα Α., σε μια δραστήρια συνάδελφό της. (*)
      Έτσι, ενώ λέμε πλέον η γιατρίνα, η δικαστίνα, η βουλευτίνα, η στρατιωτίνα, ακόμα δεν έχουν ωριμάσει γλωσσικά η φιλολογίνα, η υπαλληλίνα, η πιλοτίνα και πάρα πολλά άλλα. Θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να καταλήξει η γλωσσική ζύμωση σε μία από τις μορφές: η συγγραφέας, η συγγράφισσα (πρόταση Κριαρά), η συγγραφέας, η συγγραφίνα. Προς το παρόν, τα τρία τελευταία μάς φαίνονται αστεία ή γλωσσικοί βαρβαρισμοί. (*)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.