φιλολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλολογικός η φιλολογική το φιλολογικό
      γενική του φιλολογικού της φιλολογικής του φιλολογικού
    αιτιατική τον φιλολογικό τη φιλολογική το φιλολογικό
     κλητική φιλολογικέ φιλολογική φιλολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλολογικοί οι φιλολογικές τα φιλολογικά
      γενική των φιλολογικών των φιλολογικών των φιλολογικών
    αιτιατική τους φιλολογικούς τις φιλολογικές τα φιλολογικά
     κλητική φιλολογικοί φιλολογικές φιλολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλολογικός < μεσαιωνική ελληνική φιλολογικός < φιλόλογος

Επίθετο

φιλολογικός

  • ο σχετικός με τη φιλολογία
φιλολολογικός όμιλος, φιλολογική σχολή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.