φίλα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
φίλα
<
αρχαία ελληνική
φίλα
<
φίλος
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈfi.la
/
Επίρρημα
φίλα
(
τροπικό
)
άκλιτο
(
λόγιο
)
φιλικά
,
ευνοϊκά
φίλα
προσκείμενος / διακείμενος
Μεταφράσεις
φίλα
αγγλικά
:
friendly
(en)
αρμενικά
:
ընկերաբար
(hy)
γαλλικά
:
amicalement
(fr)
ουγγρικά
:
barátságosan
(hu)
ρουμανικά
:
prietenește
(ro)
φινλανδικά
:
ystävällisesti
(fi)
Ρηματικός τύπος
φίλα
β’ ενικό
προστακτική
ενεστώτα
ενεργητικής
φωνής
του ρήματος
φιλώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.