φθισικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φθισικός | η | φθισική | το | φθισικό |
| γενική | του | φθισικού | της | φθισικής | του | φθισικού |
| αιτιατική | τον | φθισικό | τη | φθισική | το | φθισικό |
| κλητική | φθισικέ | φθισική | φθισικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φθισικοί | οι | φθισικές | τα | φθισικά |
| γενική | των | φθισικών | των | φθισικών | των | φθισικών |
| αιτιατική | τους | φθισικούς | τις | φθισικές | τα | φθισικά |
| κλητική | φθισικοί | φθισικές | φθισικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φθισικός < αρχαία ελληνική φθισικός < φθίσις < φθίω / φθίνω
Επίθετο
φθισικός
Συγγενικά
- φθισιατρείο
- φθίση
- φθισιώ και παλιότερα φθισιῶ (πάσχω από φθίση ή φυματίωση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.