φθισήνωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φθισήνωρ < φθίω + ἀνήρ

Επίθετο

ὁ, ἡ φθισήνωρ, τοῦ, τῆς φθισήνορος (και φθεισήνωρ)

  • που σκοτώνει άνδρες
    φθισήνωρ πόλεμος
    φθισήνωρ θυμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.