φθιτός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
φθιτός
<
φθίω
Επίθετο
ὁ
φθιτός
, ἡ φθιτή, τό φθιτόν
ο
νεκρός
ο
θνητός
, αυτός που υπόκειται σε φθορά (ανώνυμο, αὐξητός)
Συγγενικά
φθινάς
φθίω
φθόη
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.