σκοτώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοτώνομαι < σκοτώνω

Ρήμα

σκοτώνομαι

  1. χάνω τη ζωή μου από όπλο ή δυστύχημα
    κάθε χρόνο σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα
  2. κουράζομαι υπερβολικά
    σκοτώθηκε στη δουλειά
  3. (μεταφορικά) (αλληλοπαθητικό) τσακώνομαι άγρια ή δέρνομαι με κάποιον
    κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί πάλι σκοτώθηκε με τον αδελφό του σήμερα για το παιχνίδι
    κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί πάλι σκοτωθήκανε με τον αδελφό του σήμερα για το παιχνίδι

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη σκοτώνω

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.