φθίνυλλα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φθίνυλλα < φθίνω

Ουσιαστικό

φθίνυλλα

  • η λιμασμένη, περιπαικτικός χαρακτηρισμός της πολύ αδύνατης, της κοκαλιάρας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.