φθίση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φθίση | οι | φθίσεις |
| γενική | της | φθίσης* | των | φθίσεων |
| αιτιατική | τη | φθίση | τις | φθίσεις |
| κλητική | φθίση | φθίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φθίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθίση < αρχαία ελληνική φθίσις < φθίω / φθίνω
Ουσιαστικό
φθίση θηλυκό
Συγγενικά
- φθισικός
- φθισιατρείο
- → δείτε τη λέξη φθίνω
Πηγές
- φθίση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.