φθινάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φθινάς < φθίνω
Ουσιαστικό
ἡ φθινάς, τῆς φθινάδος
- η ελάττωση, η φθορά, η μείωση, το τέλος
- μηνῶν φθινάς ἁμέρα (η τελευταία μέρα του μήνα)
- αυτή που προκαλεί φθορά ή βλάβη, ονομασία ή χαρακτηρισμός νόσου
- φθινάς νόσος (ίσως η φυματίωση)
- φθινάς (χωρίς τη λεξη νόσο -πιθανόν κάποια μορφή εμπυήματος ή η φυματίωση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.