φθινάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φθινάς < φθίνω

Ουσιαστικό

φθινάς, τῆς φθινάδος

  1. η ελάττωση, η φθορά, η μείωση, το τέλος
    μηνῶν φθινάς ἁμέρα (η τελευταία μέρα του μήνα)
  2. αυτή που προκαλεί φθορά ή βλάβη, ονομασία ή χαρακτηρισμός νόσου
    φθινάς νόσος (ίσως η φυματίωση)
    φθινάς (χωρίς τη λεξη νόσο -πιθανόν κάποια μορφή εμπυήματος ή η φυματίωση)


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.