φαλτσαριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαλτσαριστός | η | φαλτσαριστή | το | φαλτσαριστό |
| γενική | του | φαλτσαριστού | της | φαλτσαριστής | του | φαλτσαριστού |
| αιτιατική | τον | φαλτσαριστό | τη | φαλτσαριστή | το | φαλτσαριστό |
| κλητική | φαλτσαριστέ | φαλτσαριστή | φαλτσαριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαλτσαριστοί | οι | φαλτσαριστές | τα | φαλτσαριστά |
| γενική | των | φαλτσαριστών | των | φαλτσαριστών | των | φαλτσαριστών |
| αιτιατική | τους | φαλτσαριστούς | τις | φαλτσαριστές | τα | φαλτσαριστά |
| κλητική | φαλτσαριστοί | φαλτσαριστές | φαλτσαριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
φαλτσαριστός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φάλτσος
Μεταφράσεις
φαλτσαριστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.