φαλτσάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαλτσάρω < φάλτσο + -άρω < ιταλική falso < λατινική falsus < fallo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el- (σκοντάφτω)

Ρήμα

φαλτσάρω

  1. κάνω φάλτσο, παράγω λανθασμένους τόνους ως τραγουδιστής ή μουσικός
  2. (μεταφορικά) κάνω φάλτσο, κάνω μια λαθεμένη ενέργεια
  3. ακολουθώ μια συγκεκριμένη καμπύλη τροχιά επειδή χτυπήθηκα με φάλτσο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.