σουτ

Νέα ελληνικά (el)

ποδοσφαιριστής την ώρα του σουτ

Ετυμολογία

  1. σουτ (ουσιαστικό) < αγγλική shoot
  2. σουτ (επιφώνημα) < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σουτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Επιφώνημα

σουτ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.