σκοντάφτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοντάφτω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σκοντάφτω

  • χτυπώ το πόδι μου πάνω σε ένα χαμηλό εμπόδιο, καθώς προχωρώ, και χάνω προς στιγμήν την ισορροπία μου ή πέφτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.