θερμοκήπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θερμοκήπιο | τα | θερμοκήπια |
| γενική | του | θερμοκηπίου & θερμοκήπιου |
των | θερμοκηπίων |
| αιτιατική | το | θερμοκήπιο | τα | θερμοκήπια |
| κλητική | θερμοκήπιο | θερμοκήπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈci.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐κή‐πι‐ο
Ουσιαστικό

Το εσωτερικό ενός θερμοκηπίου
θερμοκήπιο ουδέτερο
- καλλιεργήσιμη έκταση που προστατεύεται από διαφανή κατασκευή (γυαλί ή πλαστικό), η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη θερμοκρασιών υψηλότερων από του εξωτερικού περιβάλλοντος και έτσι την καλλιέργεια φυτών εκτός εποχής
- το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από συνθήκες ιδιαίτερης προστασίας και φροντίδας, που συντελούν στην ανάπτυξη κάποιου προσώπου ή πράγματος
Συγγενικά
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- θερμοκήπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.