φαγεδαινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φαγεδαινισμός | οι | φαγεδαινισμοί |
| γενική | του | φαγεδαινισμού | των | φαγεδαινισμών |
| αιτιατική | τον | φαγεδαινισμό | τους | φαγεδαινισμούς |
| κλητική | φαγεδαινισμέ | φαγεδαινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαγεδαινισμός < φαγέδαινα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
φαγεδαινισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.