φάγουσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάγουσα οι φάγουσες
      γενική της φάγουσας των φαγουσών
    αιτιατική τη φάγουσα τις φάγουσες
     κλητική φάγουσα φάγουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάγουσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φάγουσα < φαγ- (θέμα του τρώγω) + -ουσα[1]

Ουσιαστικό

φάγουσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.