κακοήθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοήθεια οι κακοήθειες
      γενική της κακοήθειας των κακοηθειών
    αιτιατική την κακοήθεια τις κακοήθειες
     κλητική κακοήθεια κακοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοήθεια < αρχαία ελληνική κακοήθεια

Ουσιαστικό

κακοήθεια θηλυκό

  1. ο κακοήθης χαρακτήρας κάποιου
  2. εσκεμμένο ψεύδος με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων
  3. (ιατρική) ο κακοήθης (καρκινικός) χαρακτήρας ενός όγκου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.