κακοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοήθεια | οι | κακοήθειες |
| γενική | της | κακοήθειας | των | κακοηθειών |
| αιτιατική | την | κακοήθεια | τις | κακοήθειες |
| κλητική | κακοήθεια | κακοήθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοήθεια < αρχαία ελληνική κακοήθεια
Ουσιαστικό
κακοήθεια θηλυκό
- ο κακοήθης χαρακτήρας κάποιου
- εσκεμμένο ψεύδος με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων
- (ιατρική) ο κακοήθης (καρκινικός) χαρακτήρας ενός όγκου
Μεταφράσεις
κακοήθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.