φάγαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάγαινα οι φάγαινες
      γενική της φάγαινας των φαγαινών
    αιτιατική τη φάγαινα τις φάγαινες
     κλητική φάγαινα φάγαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάγαινα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φάγαινα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.