φαγεδαινικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαγεδαινικός | η | φαγεδαινική | το | φαγεδαινικό |
| γενική | του | φαγεδαινικού | της | φαγεδαινικής | του | φαγεδαινικού |
| αιτιατική | τον | φαγεδαινικό | τη | φαγεδαινική | το | φαγεδαινικό |
| κλητική | φαγεδαινικέ | φαγεδαινική | φαγεδαινικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαγεδαινικοί | οι | φαγεδαινικές | τα | φαγεδαινικά |
| γενική | των | φαγεδαινικών | των | φαγεδαινικών | των | φαγεδαινικών |
| αιτιατική | τους | φαγεδαινικούς | τις | φαγεδαινικές | τα | φαγεδαινικά |
| κλητική | φαγεδαινικοί | φαγεδαινικές | φαγεδαινικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαγεδαινικός < φαγέδαινα
Επίθετο
φαγεδαινικός
- σχετικός με τη φαγέδαινα ή ασθένεια με έλκη, πληγές που προσομοιάζει στη συμπτωματολογία με της φαγέδαινας
Μεταφράσεις
φαγεδαινικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.