υψι-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υψι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑψι- < επίρρημα ὕψι (ψηλά)

Πρόθημα

υψι- ή υψί-

Σύνθετα

  • υψι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υψι- στο Βικιλεξικό
  • υψί- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υψί- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.