υστερικός
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ste.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στε‐ρι‐κός
- παρώνυμο: ιστορικός
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υστερικός | η | υστερική & υστερικιά |
το | υστερικό |
| γενική | του | υστερικού | της | υστερικής & υστερικιάς |
του | υστερικού |
| αιτιατική | τον | υστερικό | την | υστερική & υστερικιά |
το | υστερικό |
| κλητική | υστερικέ | υστερική & υστερικιά |
υστερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υστερικοί | οι | υστερικές | τα | υστερικά |
| γενική | των | υστερικών | των | υστερικών | των | υστερικών |
| αιτιατική | τους | υστερικούς | τις | υστερικές | τα | υστερικά |
| κλητική | υστερικοί | υστερικές | υστερικά | |||
| Ο τύπος θηλυκού υστερικιά ως ουσιαστικό. | ||||||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- υστερικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστερικός < ὑστέρ(α) + -ικός
Επίθετο
υστερικός, -ή(-ιά), -ό
- (-ός, -ή, -ό) που πάσχει από υστερία
- (-ός, -ή/ιά, -ό) που συμπεριφέρεται με χαρακτηριστικά της υστερίας
- ↪ ουσιαστικοποιημένο ο υστερικός, η υστερική ή υστερικιά, ως ουσιαστικό
- (-ός, -ή, -ό) που σχετίζεται ή μοιάζει με την υστερία
- ↪ υστερική κρίση, υστερικό γέλιο
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υστερικός | οι | υστερικοί |
| γενική | του | υστερικού | των | υστερικών |
| αιτιατική | τον | υστερικό | τους | υστερικούς |
| κλητική | υστερικέ | υστερικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- υστερικός: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου υστερικός
Πηγές
- υστερικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υστερικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.