ὑστερικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑστερικός < ὑστέρ(α)ὑστέρα μήτρα) + -ικός

Επίθετο

ὑστερικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)

  1. (ιατρική) που έχουν σχέση με τη μήτρα, νόσοι της μήτρας
    τὰ ὑστερικὰ πάθη, ὑστερικὰ ἀλγήματα
  2. (ελληνιστική σημασία) για συμπτώματα ασθενειών που πίστευαν ότι οφείλονται σε προβλήματα της μήτρας
    χρειάζεται παράθεμα Σωρανός, Περί υστερικής πνιγός

Παράγωγα

  • ὑστερικῶς

Απόγονοι

ὑστερικός (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: υστερικός
λατινικά: hystericus
αγγλικά: hysteric, hysterical
γαλλικά: hystérique

 και δείτε  hystericus#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.