υστέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υστέρα | οι | υστέρες |
| γενική | της | υστέρας | των | υστερών |
| αιτιατική | την | υστέρα | τις | υστέρες |
| κλητική | υστέρα | υστέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υστέρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈste.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στέ‐ρα
- τονικό παρώνυμο: ύστερα
Ουσιαστικό
υστέρα θηλυκό
- (ανατομία) το όργανο του θηλυκού, ανθρώπων και ζώων, στο οποίο κυοφορείται τό έμβρυο
Σύνθετα
- υστεραλγία
- υστερορραγία
- υστερομανία
- υστεροπληγία
- υστερομαλακία
- υστεροπτωσία
- υστεροτομία
Μεταφράσεις
υστέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.