υστέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υστέρα οι υστέρες
      γενική της υστέρας των υστερών
    αιτιατική την υστέρα τις υστέρες
     κλητική υστέρα υστέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υστέρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστέρα

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈste.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υστέρα
τονικό παρώνυμο: ύστερα

Ουσιαστικό

υστέρα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη υστερώ

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.