υστεραλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υστεραλγία | οι | υστεραλγίες |
| γενική | της | υστεραλγίας | των | υστεραλγιών |
| αιτιατική | την | υστεραλγία | τις | υστεραλγίες |
| κλητική | υστεραλγία | υστεραλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υστεραλγία < ελληνιστική κοινή ὑστεραλγία < αρχαία ελληνική ὕστερον + ἄλγος
Ουσιαστικό
υστεραλγία θηλυκό
Μεταφράσεις
υστεραλγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.